- παραφάσσω
- (I)Ααγγίζω, ψηλαφίζω, χαϊδεύω ελαφρά ή κρυφά, ιδίως το γυναικείο αιδοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀφάσσω «ψηλαφώ»].————————(II)Α1. μιλώ διαστρεβλωμένα, άτοπα, εσφαλμένα2. συνεκδ. παραφρονώ, είμαι τρελός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ(α)-* + -φάσσω (< φαίνω < φάω «φωτίζω, φέγγω»), πρβλ. ἀλλο-φάσσω, δια-φάσσω, παι-φάσσω (< φαι-φάσσω) και λατ. fax, facis «δάδα, πυρσός»].
Dictionary of Greek. 2013.